The Captors Of Shadows

5.00

Ο Σεμπάστιαν Ντάνιελ Αλεξάντερ Κέιν ανατράφηκε με σκληρότητα για έναν και μόνο σκοπό: να εκπληρώσει τις γραφές μιας πανάρχαιας κέλτικης προφητείας την οποία πίστευαν τυφλά δύο αντίπαλα μυστικιστικά τάγματα. Είχε το σημάδι. Ήταν απόγονος βασιλικής γενιάς. Και όφειλε να ενωθεί με τη Μία για να φέρουν στον κόσμο ένα πλάσμα τέλειο, άτρωτο από όλες τις ασθένειες, ευφυές και χαρισματικό, που προοριζόταν να καθορίσει την τύχη του κόσμου.

Η Καρολίνα Σερέτη μεγάλωσε προστατευμένη από την ίδια αυτή μοίρα, θεωρώντας ότι το σημάδι του λωτού στο δέρμα της ήταν μια τυχαία ατέλεια, αν και από μικρό κορίτσι διαισθανόταν πως η ύπαρξή του θα καθόριζε με κάποιον τρόπο τη ζωή της.

Εκείνος δεν πίστεψε ποτέ.

Επέλεξε τη σύγκρουση, τη φυγή, τον πόλεμο.

Εκείνη δεν έμαθε ποτέ. Ζούσε με τα όνειρα και τα γοητευτικά παραμύθια της, μέχρι την έναρξη της μάχης.

Όμως, όσο σθεναρά αντιστέκονταν και οι δυο στην παραφορά της εμμονής και στο όραμα της κυριαρχίας, τόσο πιο ανελέητα ισχυρές γίνονταν οι αόρατες δυνάμεις που οδηγούσαν στην ένωσή τους.

Ήταν ο Ένας και η Μία, απόγονοι του ίδιου βασιλιά.

Κουβαλούσαν την ίδια παντοδύναμη μοίρα.

Ήταν δεσμώτες των σκιών, που απειλούσαν να πνίξουν στα γκρίζα σύννεφα τη ζωή τους.

Καθώς ο θάνατος παραμονεύει, καθώς η αγάπη αναζητά το ξίφος που θα κόψει τις αλυσίδες και ο φόβος εναλλάσσεται αδιάκοπα με την ελπίδα, οι ασπίδες μοιάζουν καμωμένες από χαρτί και σκόνη. Ο Σεμπάστιαν και η Καρολίνα δίνουν μάχη για να σπάσουν τα δεσμά και να απαλλαγούν από το βάρος της Προφητείας. Θα τα καταφέρουν, ή θα υποταχθούν τελικά στο πεπρωμένο;

«Της ήταν αδύνατον να μιλήσει, γι’ αυτό απλώς κατένευσε.

Με ανακούφιση έμεινε ξανά μόνη, και στηρίχτηκε πάλι στα κάγκελα κοιτώντας τον φωταγωγημένο κήπο. Έφερε το ένα χέρι στον λαιμό της και έβαλε τα δάχτυλα ανάμεσα στο φουλάρι και στο δέρμα της.

Πανικός. Προειδοποίηση.

Φύγε! Φύγε τώρα!

Η όρασή της θόλωσε. Στα αφτιά της έπαψε να ακούγεται η απαλή μουσική που έπαιζε ο πιανίστας.

Άγριες μελωδίες άρχισαν να ηχούν μέσα στο κεφάλι της, επιδεινώνοντας τον ίλιγγο. Μελωδίες πολέμου. Μελωδίες από αρχαίες σάλπιγγες.

Ήχοι από κύματα που έσκαγαν θυμωμένα σε βράχια, παρασυρμένα από τον ανελέητο βοριά. Φωνές μικρών κοριτσιών. Φωνές αρχαίων πολεμιστών. Τι ήταν αυτό; Τρελαινόταν; Κίνδυνος».

Availability: 8 in stock

Categories: ,

Ο Σεμπάστιαν Ντάνιελ Αλεξάντερ Κέιν ανατράφηκε με σκληρότητα για έναν και μόνο σκοπό: να εκπληρώσει τις γραφές μιας πανάρχαιας κέλτικης προφητείας την οποία πίστευαν τυφλά δύο αντίπαλα μυστικιστικά τάγματα. Είχε το σημάδι. Ήταν απόγονος βασιλικής γενιάς. Και όφειλε να ενωθεί με τη Μία για να φέρουν στον κόσμο ένα πλάσμα τέλειο, άτρωτο από όλες τις ασθένειες, ευφυές και χαρισματικό, που προοριζόταν να καθορίσει την τύχη του κόσμου.

Η Καρολίνα Σερέτη μεγάλωσε προστατευμένη από την ίδια αυτή μοίρα, θεωρώντας ότι το σημάδι του λωτού στο δέρμα της ήταν μια τυχαία ατέλεια, αν και από μικρό κορίτσι διαισθανόταν πως η ύπαρξή του θα καθόριζε με κάποιον τρόπο τη ζωή της.

Εκείνος δεν πίστεψε ποτέ.

Επέλεξε τη σύγκρουση, τη φυγή, τον πόλεμο.

Εκείνη δεν έμαθε ποτέ. Ζούσε με τα όνειρα και τα γοητευτικά παραμύθια της, μέχρι την έναρξη της μάχης.

Όμως, όσο σθεναρά αντιστέκονταν και οι δυο στην παραφορά της εμμονής και στο όραμα της κυριαρχίας, τόσο πιο ανελέητα ισχυρές γίνονταν οι αόρατες δυνάμεις που οδηγούσαν στην ένωσή τους.

Ήταν ο Ένας και η Μία, απόγονοι του ίδιου βασιλιά.

Κουβαλούσαν την ίδια παντοδύναμη μοίρα.

Ήταν δεσμώτες των σκιών, που απειλούσαν να πνίξουν στα γκρίζα σύννεφα τη ζωή τους.

Καθώς ο θάνατος παραμονεύει, καθώς η αγάπη αναζητά το ξίφος που θα κόψει τις αλυσίδες και ο φόβος εναλλάσσεται αδιάκοπα με την ελπίδα, οι ασπίδες μοιάζουν καμωμένες από χαρτί και σκόνη. Ο Σεμπάστιαν και η Καρολίνα δίνουν μάχη για να σπάσουν τα δεσμά και να απαλλαγούν από το βάρος της Προφητείας. Θα τα καταφέρουν, ή θα υποταχθούν τελικά στο πεπρωμένο;

«Της ήταν αδύνατον να μιλήσει, γι’ αυτό απλώς κατένευσε.

Με ανακούφιση έμεινε ξανά μόνη, και στηρίχτηκε πάλι στα κάγκελα κοιτώντας τον φωταγωγημένο κήπο. Έφερε το ένα χέρι στον λαιμό της και έβαλε τα δάχτυλα ανάμεσα στο φουλάρι και στο δέρμα της.

Πανικός. Προειδοποίηση.

Φύγε! Φύγε τώρα!

Η όρασή της θόλωσε. Στα αφτιά της έπαψε να ακούγεται η απαλή μουσική που έπαιζε ο πιανίστας.

Άγριες μελωδίες άρχισαν να ηχούν μέσα στο κεφάλι της, επιδεινώνοντας τον ίλιγγο. Μελωδίες πολέμου. Μελωδίες από αρχαίες σάλπιγγες.

Ήχοι από κύματα που έσκαγαν θυμωμένα σε βράχια, παρασυρμένα από τον ανελέητο βοριά. Φωνές μικρών κοριτσιών. Φωνές αρχαίων πολεμιστών. Τι ήταν αυτό; Τρελαινόταν; Κίνδυνος».

Shopping Cart
Skip to content